οσφραίνομαι

οσφραίνομαι
(Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω)
1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.)
2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῡ χρυσίου», Λουκιαν.)
νεοελλ.
προαισθάνομαι, προμαντεύω («οσφραίνομαι τον κίνδυνο»)
αρχ.
1. έχω όσφρηση («τὰς αἰσθήσεις τοῡ ἀκούειν... καὶ ὀσφραίνεσθαι», Πλάτ.)
2. (ενεργ. μτβ.) ὀσφραίνω τινά τινι
κάνω κάποιον να μυρίσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀσ-φραίνομαι (< *οδ-σ-φραίνομαι) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *od- «αισθάνομαι, μυρίζω» (πρβλ. όζω) με ένσιγμο επίθημα *-es- (πρβλ. λατ. odor, -ōris «μυρωδιά», τα σύνθ. σε -ώδης*, τη λ. οσμή), το οποίο εμφανίζεται στη μηδενισμένη του βαθμίδα, ενώ το β' συνθετικό -φραίνομαι φέρεται ως παράγωγο τής λ. φρήν (πρβλ. ευ-φραίνω) από όπου και η σημ. τού ρήματος «αισθάνομαι την οσμή, αντιλαμβάνομαι, παίρνω μυρωδιά». Μορφολογικά προβλήματα, ωστόσο, γεννά η ύπαρξη στην αττ. διάλ. τού μέλλ. ὀσφρήσομαι και τού αορ. ὠσφρόμην, που πολλοί τούς θεώρησαν αναλογικούς σχηματισμούς προς τα αἰσθήσομαι και ἠσθόμην τού ρήματος αἰσθάνομαι. Η σύνδεση, τέλος, τοῦ ὠσφρόμην με αρχ. ινδ. jighrati «αισθάνομαι» ή η αναγωγή τών τύπων τού μέλλ. και τού αορ. σε αμάρτυρο *όσ-φρος δεν φαίνονται πιθανές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οσφραίνομαι — οσφραίνομαι, οσφράνθηκα βλ. πίν. 46 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὀσφραίνομαι — catch scent of pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οσφραίνομαι — οσφράνθηκα 1. μυρίζω, μυρίζομαι. 2. μτφ., προαισθάνομαι, υποπτεύομαι: Οσφραίνομαι υπαναχώρηση από τη συμφωνία μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀσφραίνεσθε — ὀσφραίνομαι catch scent of pres imperat mp 2nd pl ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 2nd pl ὀσφραίνομαι catch scent of imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφραίνῃ — ὀσφραίνομαι catch scent of pres subj mp 2nd sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 2nd sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφραινομένων — ὀσφραίνομαι catch scent of pres part mp fem gen pl ὀσφραίνομαι catch scent of pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφραινόμεθα — ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 1st pl ὀσφραίνομαι catch scent of imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφραινόμενον — ὀσφραίνομαι catch scent of pres part mp masc acc sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφραῖνον — ὀσφραίνομαι catch scent of pres part act masc voc sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀσφραίνει — ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind mp 2nd sg ὀσφραίνομαι catch scent of pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”